- απομαρτυρεω
- ἀπομαρτυρέωἀπο-μαρτῠρέωпредставлять свидетельство, свидетельствовать
(τινι Polyb.; τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι Polyb.; τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπομαρτυρεῖ — ἀπομαρτυρέω testify pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπομαρτυρέω testify pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαρτυρησάντων — ἀπομαρτυρέω testify aor part act masc/neut gen pl ἀπομαρτυρέω testify aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαρτυρούντων — ἀπομαρτυρέω testify pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric) ἀπομαρτυρέω testify pres imperat act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαρτυρεῖν — ἀπομαρτυρέω testify pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαρτυρήσαντες — ἀπομαρτυρέω testify aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)